στραγάλια

στραγάλια
τα жареный горох

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "στραγάλια" в других словарях:

  • στραγαλατζήδικο — το, Ν [στραγαλατζής] 1. εργαστήριο όπου ψήνονται στραγάλια 2. κατάστημα όπου πωλούνται στραγάλια …   Dictionary of Greek

  • λεμπλεμπί — το συν. στον πληθ. τα λεμπλεμπιά τα στραγάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. leblebi] …   Dictionary of Greek

  • λεμπλεμπιτζής — ο αυτός που πουλά στραγάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. leblebi ci] …   Dictionary of Greek

  • μπιμπιλί — και μπιμπλί, το συν. στον πληθ. τα μπιμπιλιά και μπιμπλιά τα στραγάλια …   Dictionary of Greek

  • μπιχλιμπίδι — το συν. στον πληθ. τα μπιχλιμπίδια α) μικρά και ασήμαντα αντικείμενα, ευτελή κοσμήματα, παιχνίδια κ.λπ. β) διακοσμητικές λεπτομέρειες επίπλου ή ενδύματος γ) (ειρωνικά) παράσημα, γαλόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λεμπλεμπίδια «στραγάλια»] …   Dictionary of Greek

  • στραγάλι — το, Ν συν. στον πληθ. τα στραγάλια αλατισμένα και καβουρντισμένα ρεβίθια που καταναλώνονται ως ξηρός καρπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < αρχ. ἀστραγάλιον, υποκορ. τού ἀστράγαλος, ενώ κατ άλλους από αρχ. τρωγάλιον «εδέσματα που τρώγονται ωμά,… …   Dictionary of Greek

  • στραγαλάς — ο, Ν [στραγάλι] άτομο που παρασκευάζει και πουλάει στραγάλια, στραγαλατζής …   Dictionary of Greek

  • τρωγάλια — τα, ΝΑ οπωρικά και άλλα εδέσματα που τρώγονται ωμά ή και αποξηραμένα ως επιδόρπια, όπως λ.χ. καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια, στραγάλια, σύκα κ.ά., αλλ. τραγήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωγ τού τρώγω* + κατάλ. άλια, πληθ. τού άλιον (πρβλ. τροφ άλιον)] …   Dictionary of Greek

  • ρεβύθι — Το σπέρμα του ετήσιου ποώδους φυτού κίκερ το κριόμορφο, που ανήκει στην οικογένεια των Ψυχανθών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από την Εγγύς Ανατολή και καλλιεργείται από τους αρχαιότατους χρόνους για τους καρπούς του· στην Ελλάδα είναι γνωστό ότι… …   Dictionary of Greek

  • καβούρδισμα — καβούρδισμα, το και καβούρντισμα, το φρυγάνισμα, ξεροψήσιμο: Τα στραγάλια ήθελαν περισσότερο καβούρδισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στραγάλι — το ρεβίθι καβουρντισμένο και αλατισμένο: Αγόρασε στραγάλια και σταφίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»